ἑτοίμων

ἑτοίμων
ἑτοί̱μων , ἑτοῖμος
at hand
fem gen pl (attic)
ἑτοί̱μων , ἑτοῖμος
at hand
masc/neut gen pl (attic)
ἑτοί̱μων , ἑτοῖμος
at hand
masc/fem/neut gen pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιματιουργία — η 1. η κατασκευή έτοιμων ενδυμάτων 2. βιομηχανία ή βιοτεχνία παραγωγής έτοιμων ενδυμάτων …   Dictionary of Greek

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… …   Dictionary of Greek

  • μπουτίκ — η μικρό κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων, ιδίως γυναικείων, και ειδών πολυτελείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. boutique < αρχ. προβηγκ. boteka < αποθήκη] …   Dictionary of Greek

  • προχειρίζω — ΝΜΑ [πρόχειρος] 1. διορίζω, εγκαθιστώ σε αξίωμα (α. [με ειρων. σημ.] «προχειρίστηκε πρόεδρος τής Δημοκρατίας» β. «προχειρίζεται εἰς βασιλέα Λέων τις», Θεόδ. Αναγν. γ. «προχειρισθέντες ἀντιστράτηγοι», Πολ. δ. «προχειρίζειν τινὰ δικτάτορα», Δίων… …   Dictionary of Greek

  • τούλι — το, Ν ελαφρό και διάφανο βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα που χρησιμοποιείται στη μοδιστρική, στη βιομηχανία έτοιμων ενδυμάτων και στην κατασκευή μεταξωτών, συνήθως, κοσκίνων τής αλευροποιίας λόγω τής ιδιότητάς του να διατηρεί κανονικότατα διαστήματα… …   Dictionary of Greek

  • υποδηματοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης έτοιμων υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδηματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Αμπεβίλ — (Abbeville). Πόλη (24.588 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας, κοντά στις εκβολές του ποταμού Σομ, ιστορική πρωτεύουσα της περιοχής Ποντιέ. Είναι βιομηχανική πόλη, με αξιόλογες βιομηχανίες υφαντών (βελούδα και δαμασκηνά υφάσματα), σακχαροποιίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”